- καρύκης
- καρύ̱κης , καρύκηrich saucefem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Καρύκης ή Καρίκης — (; – 1092). Βυζαντινός στρατηγός και διοικητής της Κρήτης, επί αυτοκράτορα Αλέξιου Α’ Κομνηνού. Είχε έρθει σε διένεξη με την κεντρική εξουσία στην Κωνσταντινούπολη και το 1092 επαναστάτησε κατά της βυζαντινής κυριαρχίας. Οι Κρητικοί δεν δέχτηκαν… … Dictionary of Greek
Théophane Ier de Constantinople — Théophane Ier Karykès de Constantinople(en grec : Θεοφάνης Α΄ Καρύκης) fut patriarche de Constantinople en 1597. Sommaire 1 Biographie 2 Voir aussi 2.1 Articles connexes … Wikipédia en Français
καρυκοειδής — καρυκοειδής, ές (Α) αυτός που έχει το χρώμα τής καρύκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρύκη + ειδής (< εἶδος), πρβλ. ανθρωπο ειδής, ατρακτο ειδής] … Dictionary of Greek
καρύκινος — καρύκινος, ίνη, ον (Α) αυτός που έχει το χρώμα τής καρύκης, βαθυκόκκινος («οὔτε φοινικίδων οὔτε καρυκίνων ἱματίων», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καρύκη + κατάλ. ινος (πρβλ. ακάνθ ινος, φοίνικ ινος)] … Dictionary of Greek
Φωκάς, Ιωάννης — I (Απόστολος Βαλεριανός, Eλιός, Κεφαλονιά α’ μισό 16ου αι. – 1602;). Έλληνας θαλασσοπόρος και εξερευνητής. Εργάστηκε επί 40 χρόνια ως πλοηγός (piloto) στην υπηρεσία των Ισπανών στις δυτικές Ινδίες, όπου απέκτησε υπολογίσιμη περιουσία, την οποία… … Dictionary of Greek